πάθῃς

πάθῃς
πάθη
passive state
fem dat pl (epic)
πάσχω
have
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάθης — πάθη passive state fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθηις — πάθῃς , πάθη passive state fem dat pl (epic) πάθῃς , πάσχω have aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετοιμοπαθής — ἑτοιμοπαθής, ές (Μ) ο έτοιμος στο να συμπάσχει, ο επιρρεπής σε κάτι, ο ευαίσθητος («ἑτοιμοπαθὴς πρὸς τὸ δακρύειν», Νικήτ. Ευγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] …   Dictionary of Greek

  • ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… …   Dictionary of Greek

  • ζηλοπαθής — ζηλοπαθής, ές (Μ) ζηλόφθονος, ζηλότυπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] …   Dictionary of Greek

  • ηδυπαθής — ές (AM ἡδυπαθής, ές) αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές τής σάρκας, φιλήδονος το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές ήδυπάθεια, φιληδονία. επίρρ... ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς) με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + παθής… …   Dictionary of Greek

  • ημιπαθής — ἡμιπαθής, ές (Α) αυτός που πάσχει κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] …   Dictionary of Greek

  • ηττοπαθής — ές αυτός που κατέχεται από υπερβολικό και αδικαιολόγητο φόβο ότι θα υποστεί ήττα, που δεν πιστεύει στη δυνατότητα τής νίκης, που έχει χάσει το ηθικό του, καταπτοημένος, πανικόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηττο (< ήττα) + παθής < πάθος (πρβλ. εμ… …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστειοπαθής — ές αυτός που έχει υποστεί ζημιές ή καταστροφές από ηφαιστειακή δράση («ηφαιστειοπαθείς τόποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + παθής < πάθος (πρβλ. ηττο παθής, σεισμο παθής)] …   Dictionary of Greek

  • θηλυπαθής — θηλυπαθής, ές (Μ) αυτός που έχει γυναικεία πάθη, ο θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής ευ παθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”